τσαρούχι

τσαρούχι
το
(λ. τουρκ.), ελαφρό παπούτσι παλιότερα των χωρικών της ηπειρωτικής Ελλάδας και σήμερα των ευζώνων που έχει στο μυτερό άκρο του φούντα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσαρούχι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρακότρυπας. * * * το, Ν 1. είδος ελαφρού και χαμηλού υποδήματος, από ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο δέρμα, το οποίο φορούσαν παλαιότερα οι χωρικοί 2. το ειδικό… …   Dictionary of Greek

  • Царухи — эвзона Царухи (греч …   Википедия

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • γουρουνοτσάρουχο — το 1. τσαρούχι από χοιρόδερμα 2. άνθρωπος άξεστος, που φοράει γουρουνοτσάρουχα …   Dictionary of Greek

  • τροχάδι — το / τροχάδιον, ΝΜ [τροχάς, άδος] νεοελλ. πέδιλο βοσκών με μία σόλα και λουριά που τήν συγκρατούν στο πόδι, τσαρούχι μσν. στον πληθ. τά τροχάδια υποδήματα κατάλληλα για περπάτημα …   Dictionary of Greek

  • τσαρουχάς — ο, Ν κατασκευαστής τσαρουχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαρούχι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • τσερβούλι — και τσαρβούλι, το, Ν τσαρούχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέρβουλον «παπούτσι από ακατέργαστο δέρμα», μέσω ενός υποκορ. *σερβούλιον (για την τροπή τού σ σε τσ πρβλ. κό τσ υφας< κό σσ υφος)] …   Dictionary of Greek

  • χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… …   Dictionary of Greek

  • γουρουνοτσάρουχο — το 1. τσαρούχι από δέρμα γουρουνιού: Ο παππούς φόρεσε τα γουρουνοτσάρουχά του. 2. μτφ., άξεστος, ανάγωγος, αγροίκος: Ζει χρόνια μόνος κι έγινε γουρουνοτσάρουχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”